κηριτρεφης

κηριτρεφης
    κηριτρεφής
    κηρι-τρεφής
    2
    рожденный на погибель, обреченный на смерть
    

(ἄνθρωποι Hes.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κηριτρεφης" в других словарях:

  • κηριτρεφής — κηριτρεφής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.) 2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι (< κήρ [Ι]) + τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο… …   Dictionary of Greek

  • κηριτρεφῆ — κηριτρεφής born to misery neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κηριτρεφής born to misery masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κηριτρεφής born to misery masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηριτρεφέας — κηριτρεφής born to misery masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηριτρεφέος — κηριτρεφής born to misery masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηριτρεφέων — κηριτρεφής born to misery masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»